- παραναδύομαι
- ΜΑ [αναδύομαι]αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραναδυόμενοι — παραναδύομαι creep pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)